- λυπημένος
- 1) affligé2) chagrin3) triste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λυπημένος — η, ο (Μ λυπημένος, η, ον) αυτός που κατέχεται από λύπη ή πένθος, θλιμμένος, στενοχωρημένος, περίλυπος μσν. 1. λυπητερός 2. πένθιμος 3. ευσπλαχνικός, συμπονετικός. επίρρ... λυπημένα λυπητερά, θλιμμένα, στεναχωρημένα («μέ κοίταξε λυπημένα και έφυγε … Dictionary of Greek
λυπάμαι — (σπάν. λυπούμαι), λυπήθηκα, λυπημένος βλ. πίν. 79 Σημειώσεις: λυπάμαι : η μτχ. λυπημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που νιώθει ή εκφράζει, φανερώνει λύπη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
έλλυπος — ἔλλυπος, ον (Α) περίλυπος, λυπημένος, θλιμμένος … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… … Dictionary of Greek
ακράχολος — ἀκράχολος, ον και ἀκρόχολος (Α) 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος 2. (για ζώα) άγριος 3. πολύ λυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση τής λ. από τον τ. *ἀκρᾱτ χολος < *ἄκρᾱς (=άκρατος) + χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek
βαρύκαρδος — και βαρόκαρδος, η, ο βαρύθυμος, λυπημένος … Dictionary of Greek
βαρύλυπος — η, ο (Α βαρύλυπος, ον) βαριά λυπημένος, περίλυπος … Dictionary of Greek
διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… … Dictionary of Greek